γεύσομαι

γεύσομαι
γεύω
give a taste
aor subj mid 1st sg (epic)
γεύω
give a taste
fut ind mid 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γεύσομ' — γεύσομαι , γεύω give a taste aor subj mid 1st sg (epic) γεύσομαι , γεύω give a taste fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεύομαι — και γεύω (AM γεύομαι και γεύω) Ι. γεύομαι 1. τρώω, γευματίζω 2. δοκιμάζω με τη γλώσσα 3. αποκτώ ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία αρχ. 1. δοκιμάζω να κάνω κάτι, προσπαθώ 2. οσφραίνομαι, μυρίζω. II. γεύω προσφέρω γεύμα σε κάποιον αρχ. 1. δίνω σε… …   Dictionary of Greek

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”